- ἁγέτης
- ἁγέτης, [full] ἁγέτις, [dialect] Dor. for ἡγ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγέτης — λαγέτης, δωρ. τ. λαγέτας «ὁ (Α) ηγεμόνας, αρχηγός τού λαού («τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFᾱγέτᾱς, τ. που μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τη μορφή rawaketa. Ο τ. λαFαγέτης < λατός + αγέτης (< ἡγοῡμαι ή από ἄγω)… … Dictionary of Greek
μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… … Dictionary of Greek
ηγέτης — ο, θηλ. ηγέτις και ηγέτιδα (AM ἡγέτης, δωρ. τ. ἁγέτης και ἀγέτης, θηλ. ἡγέτις, δωρ. τ. ἁγέτις) οδηγός, αρχηγός, καθοδηγητής («πολιτικοί ηγέτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέ ομαι, ούμαι) + κατάλ. της (πρβλ. ευεργέ της, καταθέ της)] … Dictionary of Greek
ξεναγέτης — ο (Α ξεναγέτης) νεοελλ. άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός αρχ. πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. τού ἡγέτης (πρβλ. νυμφ … Dictionary of Greek
Archagetas — ARCHAGĔTAS, i, Græc. Ἀρχαγέτας, ου, ein Beynamen des Aeskulapius, der 70 Stadien von Tithorea seinen berühmten Tempel hatte. Es war solcher mit einem großen Vorhofe umgeben, in welchem die Bedienten des Tempels wohnten, und die sich aufhielten,… … Gründliches mythologisches Lexikon
Ληναγέτας — Ληναγέτας, ὁ (Α) ο αρχηγός τής πομπής τών Βακχών που βρίσκονταν σε έκσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λῆναι + ᾱγέτας (δωρ. τ. τού αγέτης< ἄγω). Το ᾱ τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
νυμφαγέτης — νυμφογέτης και νυμφηγέ της, ὁ (Α) (προσωνυμία για τον Ποσειδώνα και για τον Πάνα) ηγέτης τών Νυμφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + ἁγέτης / ἡγέτης] … Dictionary of Greek